- ποιμασία
- ποιμᾰσία, ἡ,A feeding, tending, Ph.1.594,596.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμασία — ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc/acc dual ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμασία — ἡ, Α φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξη («ποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. σία] … Dictionary of Greek